- ιπποπαραγωγός
- ο, η1. αυτός που ασχολείται με την εκτροφή και αναπαραγωγή ίππων.2. χώρα που παράγει ίππους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιπποπαραγωγός — ό 1. αυτός που ασχολείται με την παραγωγή ίππων 2. (για χώρες) αυτή που παράγει άφθονους ίππους, ιπποτρόφος … Dictionary of Greek